Επόμενο Περιεχόμενα
Οι εντολές είναι λέξεις που προσδιορίζουν την εκτέλεση
μιας πράξης, ακολουθούμενες από στοιχεία της γλώσσας που
ταιριάζουν στην κάθε εντολή. Γενικά προτιμάται να
χρησιμοποιούμε συναρτήσεις της γλώσσας αντί για εντολές.
Οι εντολές όμως έχουν δύο πλεονεκτήματα.
Το πρώτο είναι ότι δεν εκτελούνται επιπλέον εντολές που
απαιτούνται για την αποθήκευση και επαναφορά των
παραμέτρων, ώστε μόλις τελειώσει η εκτέλεση της
συνάρτησής τους να επιστρέψουμε στην προηγούμενη
κατάσταση. Αυτό δίνει μεγαλύτερη ταχύτητα στο πρόγραμμά
μας. Το δεύτερο είναι ότι δεν περιοριζόμαστε από ορισμούς
συναρτήσεων και έτσι κάθε εντολή έχει την σύνταξή της που
είναι καθαρή και πιο κατανοητή από μία λίστα παραμέτρων.
Χρήση κενών και TABS
Γενικά μπορούμε να χρησιμοποιούμε τα κενά ή τα TABS για
να μορφοποιούμε το πρόγραμμά μας εκτός από μια εξαίρεση.
Ότι βρίσκεται ανάμεσα σε εισαγωγικά και ορίζεται σαν
περιεχόμενο αλφαριθμητικής μεταβλητής. Εκεί τα κενά
παίζουν ρόλο και, αν υπάρχουν θα εμφανίζονται στα
περιεχόμενα της μεταβλητής ενώ οπουδήποτε αλλού
αγνοούνται.
Παρακάτω θα δούμε δυο παραδείγματα όπου φαίνεται πόσο
ευανάγνωστο γίνεται ένα πρόγραμμα όταν χρησιμοποιήσουμε
κενά και TABS. Στην πρώτη περίπτωση δυσκολευόμαστε να
βρούμε πού αρχίζει και πού τελειώνει η επανάληψη των
εντολών.
FOR i1=1 to 1000
PRINT i1
IF i1>500 THEN PRINT "i1>500"
NEXT i1
Ενώ μόλις γίνει η διαμόρφωση με τα κενά είναι εύκολο να
δούμε τις εντολές που επαναλαμβάνονται εύκολα.
FOR i1=1 to 1000
PRINT i1
IF i1>500 THEN PRINT "i1>500"
NEXT i1
Τα πράγματα δυσκολεύουν, όταν οι εντολές που
επαναλαμβάνονται είναι πάρα πολλές και δε χωράνε σε μια
οθόνη. Τότε η μορφοποίηση είναι απαραίτητη, για να
μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια άκρη, όταν εκ των υστέρων
ξανακοιτάξουμε το πρόγραμμα μετά από καιρό.
Επόμενο Περιεχόμενα