Επόμενο Περιεχόμενα
"Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα απόμακρο χωριό, ζούσαν
δέκα ψαράδες. Την εποχή εκείνη, κανείς άλλος δεν ήξερε να
ψαρεύει και ούτε ενδιαφερόταν για το ψάρεμα. Αν μάλιστα
οι ψαράδες έκαναν το αστείο να διδάξουν ψάρεμα στους
ανθρώπους της πόλης, ή να τους δώσουν δωρεάν ψάρια
εκείνοι τους κορόιδευαν και τους χλεύαζαν.
Οι κάτοικοι της πόλης, βλέπετε, τρώγανε μόνο έτοιμες
προτηγανισμένες τηγανητές πατάτες που τους προμήθευε ο
αφέντης μεγαλέμπορας.
Οι ψαράδες όμως επέμειναν. Σιγά σιγά, καλλιέργησαν και
τη γη, κάναν μια μικρή φάρμα εκτροφής ζώων, άρμεγαν το
γάλα και επειδή ήταν όλοι φίλοι μεταξύ τους και ήταν
λίγοι σε πληθυσμό, ο καθένας έκανε ότι του άρεσε και το
πρόσφερε δωρεάν και χαμογελαστά στους υπόλοιπους. Όποιος
δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας κάποια δουλειά, μπορούσε
να ρωτήσει τους παλιότερους κατοίκους του χωριού και
εκείνοι με χαρά τον βοηθούσαν. Σιγά σιγά, οι
ταλαιπωρημένοι και στα πρόθυρα της ασιτίας κάτοικοι της
πόλης ενδιαφέρθηκαν να μάθουν και αυτοί τον τρόπο ζωής
του μικρού αυτού χωριού και άρχισαν να μαζεύονται στα
περίχωρα του χωριού. Ο πληθυσμός του χωριού
αυξήθηκε. Οι νέοι κάτοικοι απαιτούσαν σαν κακομαθημένα
παιδιά τα δωρεάν ψάρια τους (λες και κάποιος τους τα
χρώσταγε) και κακοαναθρεμένοι όπως ήταν, άρχισαν να
ζητάνε τσιπούρες, φιλέτο, λαχανάκια Βρυξελλών, πράγματα
που οι παλιοί χωρικοί δε μπορούσαν (χωρίς τη συνεργασία
των νέων) να φτιάξουν.
Αλλά αυτό που πραγματικά έφερνε σε απόγνωση τους
γέροντες του χωριού, ήταν η συμπεριφορά των νέων στο
σχολείο. Δεν έκαναν τις εργασίες τους, δε διάβαζαν τα
βιβλία τους, δεν παίδευαν το μυαλό τους και δεν
παρατηρούσαν τους γεροντότερους ώστε να προοδεύσουν. Αντί
αυτού, συνεχώς έβριζαν τη δασκάλα τους όταν τους εξηγούσε
πως αν είχαν διαβάσει το βιβλίο δε θα χρειαζόταν να
διακόπτουν συνέχεια το μάθημα και να ρωτούν τα ίδια και
τα ίδια.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για πολύ καιρό, μέχρι που
πέθαναν οι γεροντότεροι, χάθηκε η γνώση που είχαν και
τελείωσαν από τις αποθήκες οι έτοιμες τροφές που με τόσο
κόπο συσσώρευαν.
Πεινασμένοι και απογοητευμένοι οι κάτοικοι της πόλης,
ξαναγύρισαν στον παλιό αφέντη τους. Με σκυμμένο το
κεφάλι, παραδέχτηκαν πως ήταν λάθος τους να φύγουν από
κοντά του και του ζήτησαν να τους πάρει στη δούλεψή
του.
Αυτός άλλο που δεν ήθελε. Τώρα πια όλοι δουλεύουν γι'
αυτόν, για μια μερίδα προτηγανισμένες σάπιες πατάτες και
κανένας δεν έχει μείνει για να επαναστατήσει εναντίον
του."
Επόμενο Περιεχόμενα